27/7/14

Ξόδευαν σαν να μην υπήρχε αύριο

Οταν μαθεύτηκε ότι ο Αρης Βωβός έκοψε τον τζόγο, κάποιοι εξέφρασαν τη δυσπιστία τους με φράσεις του τύπου «ωραία, το επόμενο που θα ακούσουμε τώρα είναι ότι σταμάτησε να τρέχει σε ράλι ή να αναπνέει». Τόσο ταυτισμένος, όχι απλώς εξαρτημένος, θεωρούνταν με τα πάθη του. 



Ωστόσο, σήμερα και έπειτα από την κατάρρευση της αυτοκρατορίας των Βωβών, ο Αρης ούτε παίζει, ούτε τρέχει σε ράλι. «Κι αν του δινόταν η ευκαιρία να ξαναρχίσει τη ζωή του από την αρχή, θα ήταν ένας τελείως διαφορετικός άνθρωπος», λέει στο «ΘΕΜΑ» στενός του φίλος. 

Παρ’ όλα αυτά, έως πριν από περίπου δύο χρόνια ο υιός Βωβός ήταν ολοκληρωτικά παραδομένος σε ένα ντελίριο εξωφρενικής σπατάλης. Υπό την ιδιότητά του ως διευθύνοντος συμβούλου της Mπάμπης Bωβός - Διεθνής Tεχνική A.E., ενέκρινε τα ασύλληπτα ποσά που εξανέμιζαν εν ριπή οφθαλμού τόσο ο ίδιος όσο και η πιο εκκεντρική από τις δύο αδελφές του, η βουλιμική για οποιοδήποτε αντικείμενο μόδας Αντα Βωβού. 

Η προσωπική του σουίτα στο Καζίνο Λουτρακίου περίμενε τον Αρη τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα. Την ώρα που εκείνος έπαιζε στην πριβέ ρουλέτα των VIP έως και 200.000 ευρώ σε μία και μόνη «μπιλιά», η Αντα βασανιζόταν επί ώρες να καταλήξει ποιο από τα εκατοντάδες σύνολα haute couture ταίριαζε καλύτερα με την εκάστοτε έξοδό της, όπως και με ποιο σινιέ καπέλο, ποιο από τα χρυσοπληρωμένα 12ποντά της κ.ο.κ. 

«Ξέρω κάποιον που είχε ένα περιστασιακό φλερτ μαζί της», διηγείται άτομο που συναναστράφηκε για ένα διάστημα με τα παιδιά του Μπάμπη Βωβού: «Πήγαινε ο άνθρωπος να πάρει την Αντα από το σπίτι και εκείνη του έλεγε: “Βάλε κάτι να πιεις μέχρι να ετοιμαστώ”. Κατόπιν εμφανιζόταν με ένα σύνολο.  “Πώς σου φαίνομαι;”  τον ρώταγε. Πριν, όμως, πάρει απάντηση, είχε ήδη εξαφανιστεί. 

Πήγαινε στην γκαρνταρόμπα της, άλλαζε αμφίεση και ερχόταν ξανά. Πάλι τα ίδια, ατελείωτες φορές. Στο τέλος, ύστερα από κάποιες ώρες αναμονής, ο τύπος είχε γίνει σκνίπα στο μεθύσι, χωρίς πλέον να είναι σε θέση τις περισσότερες φορές να βγει καν».





Η Αντα Βωβού με τη φίλη της Τζένη Χρυσογόνου-Κουμαντάρου έξω από το πολυτελές «Hotel de Russie», ένα από τα ακριβότερα ξενοδοχεία της Αιώνιας Πόλης, την οποία οι δύο φίλες επισκέπτονταν τακτικά και γύριζαν πίσω με δεκάδες βαλίτσες γεμάτες ρούχα


«Πάνω από το πτώμα μου,  J.LO»
Αντίθετα από την Αντα, η οποία σύχναζε στις χιονισμένες ελβετικές πλαγιές, ο Αρης και η σύζυγός του Βίκυ, δεν είχαν στη λίστα των προτιμήσεών τους τούς χειμερινούς προορισμούς. Τα ταξίδια, όταν εκείνος δεν νοίκιαζε κάποιο ιδιωτικό τζετ ώστε να πεταχτεί μέχρι το Λας Βέγκας και να τζογάρει στην πράσινη αμερικάνικη τσόχα, έφερναν το ζεύγος Βωβού σε κάποιο νησί της Καραϊβικής. 

Σε μία από αυτές τις εκδρομές, στο κοσμοπολίτικο Saint Barth, τους συνόδευσαν ο Θωμάς και η Νατάσα Λιακουνάκου. Οπως είναι αυτονόητο, εκτός από τη χαλάρωση στα πολυτελή καταλύματα, οι κυρίες φρόντισαν να ενημερωθούν για τις εξελίξεις στην υψηλή ραπτική. Μπαίνοντας, λοιπόν, στην τοπική μπουτίκ Versace, μία από τις δύο ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα ένα συγκεκριμένο φόρεμα. Η τιμή του, όσο εξωπραγματική και αν ήταν, δεν αποτελούσε κανένα απολύτως πρόβλημα. 

Το εμπόδιο στην απόκτησή του ήταν μια άλλη κυρία που έτυχε να λιμπιστεί την ίδια τουαλέτα, μια γυναίκα με μπρονζέ επιδερμίδα και το αισθησιακό τουπέ της Λατίνας: η Τζένιφερ Λόπεζ αυτοπροσώπως! Ακολούθησε ένα ελληνοαμερικανικό ξεκατίνιασμα -είτε με την κυρία Βωβού, είτε με την κυρία Λιακουνάκου, αναλόγως ποια από τις δύο πιστεύει κανείς-, καθώς έκτοτε αλληλοκατηγορούνται για το επεισόδιο που δημιουργήθηκε με την J.Lo. Οσο για το πού κατέληξε η δημιουργία του Versace, αυτό αποτελεί μυστήριο, είναι όμως εξαιρετικά απίθανο να ξέφυγε από τα ελληνικά χέρια. 


«Αρη, θέλω λεφτά»
Το όνομα της Αντας εμφανιζόταν στην οθόνη του κινητού του Αρη Βωβού πολύ πιο συχνά απ’ ό,τι θα μπορούσε εκείνος να ανεχτεί αδιαμαρτύρητα. Κάποιες φορές μάλιστα απαντούσε και κάποιες άλλες όχι: ούτως ή άλλως ήξερε εκ των προτέρων τι θα άκουγε, ειδικά όταν οι κλήσεις ήταν συνεχείς και επαναλαμβανόμενες. Η κατά έναν χρόνο μικρότερή του Αντα χρειαζόταν λεφτά, πολλά λεφτά. 

Ενα ακόμα ταξίδι, π.χ., στο Μιλάνο ή στη Ρώμη προϋπέθετε ένα γενναίο τσεκ με την υπογραφή του προκειμένου να καλυφθούν οι στυλιστικές ανησυχίες της. Οι απαιτήσεις της ήταν απρόβλεπτες: το λιγότερο που θα μπορούσε να ζητήσει ήταν 20.000 ευρώ, το σύνηθες 50.000, χωρίς να λείπουν ποσά τριπλάσια των προηγουμένων. Διότι shopping για την Αντα Βωβού σήμαινε το να αδειάζει κυριολεκτικά τα ράφια διάσημων μπουτίκ του εξωτερικού. Ακόμη και ένας σκορποχέρης όπως ο Αρης συχνά εκνευριζόταν με τα χρήματα που του ζητούσε, ιδιαίτερα τις ημέρες που στο μυαλό του τριγύριζαν ένα σωρό επιχειρηματικές υποχρεώσεις, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε παντελώς η εθισμένη στο shopping αδελφή του.




«Η Αντα πάντα έψαχνε να βρει τον δικό της ρόλο. Δεν ήταν δυναμική, ούτε δραστήρια. Δεν είχε  όνειρα, ούτε ξεχώριζε σε κάτι. Ακόμα και στη Νομική Σχολή που πέρασε δεν πήγε ποτέ γιατί δεν την ενδιέφερε. Πήγαινε κάποιες φορές στα γραφεία της επιχείρησης, αλλά χωρίς να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες. Αφού, λοιπόν, δεν βρήκε ποτέ τον δικό της ρόλο στην οικογένεια, αποφάσισε να κινηθεί στο περιθώριο. Ζούσε στον δικό της κόσμο», περιγράφει άνθρωπος που τη γνωρίζει καλά. Και στον κόσμο της Αντας δεν χωρούσαν ούτε επαγγελματικές φιλοδοξίες, ούτε όνειρα για γάμους και παιδιά. Στο σπίτι της στο Κεφαλάρι, σε ένα τεράστιο οίκημα 1.000 τ.μ. -σε οικόπεδο όπου μοιραζόταν αντίστοιχης έκτασης μια μεζονέτα με τη μικρότερη και αθόρυβη αδελφή της Νάταλι- ουσιαστικά ζούσε συντροφιά με την τεράστια γκαρνταρόμπα της. 

Είναι άλλωστε μνημειώδεις οι κανιβαλιστικές της επιδρομές σε διάσημους οίκους του εξωτερικού, από τους οποίους σχεδόν εξαφάνιζε τα πανάκριβα εμπορεύματα. Σχεδόν χρειαζόταν κοντέινερ για να μεταφέρει όλη εκείνη την πραμάτεια στην Αθήνα. Τουλάχιστον τρεις φορές τον χρόνο πήγαινε στο Μιλάνο για να ανανεώσει την γκαρνταρόμπα της, εκτός των δεκάδων άλλων όπου ταξίδευε με ολιγομελή παρέα για λόγους αναψυχής. Είτε πήγαινε για σκι στο Saint Moritz -αγαπημένο της χειμερινό προορισμό-, είτε για ολιστικές χαλαρωτικές θεραπείες με ινδικά βότανα και έλαια στο «Τaj exotica Resort & Spa» ή σε εκείνο του «Four Seasons» στις Μαλδίβες, η Αντα ξόδευε αφειδώς για τον εαυτό της και τους φίλους της. 

Ρώμη και Νέα Υόρκη ήταν επίσης αγαπημένοι προορισμοί της Αντας Βωβού, στους οποίους κατέφθανε συνταξιδεύοντας συνήθως μαζί με τον γνωστό σχεδιαστή Μιχάλη Μανιάτη ή την Τζένη Χρυσογόνου-Κουμαντάρου, κληρονόμο γνωστής επιχειρηματικής οικογέ­νειας. Μαζί με την τελευταία, μάλιστα, και ενώ ήδη το 2009 οι καμπάνες της κρίσης είχαν αρχίσει να χτυπούν εκκωφαντικά από την Αμερική, απαθανατίστηκαν στο αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος» με ένα θεόρατο βουνό από αποσκευές, μετά την επιστροφή τους από τη Ρώμη. Οι δύο κυρίες μάλιστα είχαν σπεύσει να φωτογραφηθούν ντυμένες με πανάκριβες γούνες στην είσοδο του πολυτελούς «Hotel de Russie», το ακριβότερο τότε της Ρώμης. 

Υπάλληλοι αλλά και ταξιδιώτες έγιναν αυτόπτες μάρτυρες των δύο εντυπωσιακών γυναικών να σέρνουν σε τρέιλερ περίπου 50 βαλίτσες φορτωμένες με τις τελευταίες κολεξιόν αγαπημένων τους οίκων όπως οι YSL, Chanel, Gucci και Prada. Το συγκεκριμένο «σαφάρι», σύμφωνα με τις φημολο­γίες, ξαλάφρωσε τον οικογενειακό κορβανά των Βωβών κατά περίπου 300.000 ευρώ.




Ο Αρης Βωβός και η σύζυγός του Βίκυ αγαπούσαν τα ταξίδια σε εξωτικά μέρη και ιδιαίτερα στο πιο κοσμικό θέρετρο της Καραϊβικής, το Saint Barth. Ομως πεταγόντουσαν συχνά πυκνά μέχρι και το Λας Βέγκας, προκειμένου ο χρυσός γόνος να ικανοποιήσει ένα από τα μεγάλα του πάθη. Το άλλο ήταν οι αγώνες ταχύτητας

«Η Αντα έχει ανάγκη να είναι εντυπωσιακή, να λάμπει και να ξεχωρίζει. Τα ρούχα είναι η διέξοδός της», αναφέρει παλιός της γνωστός. Αν η Αντα στα τέλη του ’90 μονοπωλούσε τα φλας στις φαντασμαγορικές εμφανίσεις της, η σχέση της με γνωστό πλαστικό χειρουργό το 2000 απασχόλησε εξίσου τον gossip Τύπο. Επρόκειτο για μια σχέση που έληξε έπειτα από 4 χρόνια, διαψεύδοντας εκείνους που ήθελαν το ζευγάρι να οδεύει προς τα σκαλιά της εκκλησίας. Η Αντα ανέκαθεν ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από εν δυνάμει σύζυγος και μητέρα. Ηθελε απλώς να απολαμβάνει την ελευθερία της, χωρίς συζυγικές ή άλλες υποχρεώσεις. Η «αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» που τη χαρακτήριζε δύσκολα συμβάδιζε με την ανάγκη για τη δημιουργία οικογένειας που ένιωθε ο γνωστός πλαστικός.

Το 2000 η Αντα Βωβού ήταν το απόλυτο it girl. Ψηλή, εντυπωσιακή, με σέξι εμφανίσεις και με ένα όνομα-πασπαρτού στην κοινωνική ελίτ, έκανε grande εμφανίσεις στις κοσμικές σελίδες των περιοδικών, με τις λεζάντες να αποκρυπτογραφούν τις ετικέτες που βρίσκονταν κρυμμένες στις μακριές γούνες, τις πανύψηλες μπότες και τα καυτά μίνι της. Στα 35 της χρόνια ήταν ανύπαντρη και, φυσικά, περιζήτητη. Ηταν όμως και ιδιόρρυθμη. Οσο κραυγαλέες ήταν οι σινιέ εμφανίσεις της -περνώντας συχνά στην αντίπερα όχθη του ξεφωνημένου πλουτισμού-, άλλο τόσο νωχελική και χαμένη στις σκέψεις της είναι η ίδια στην πραγματικότητα. Η Αντα δεν είχε δραστηριότητες ούτε ενδιαφέροντα, αλλά ούτε έπαιρνε πρωτοβουλίες. Αν και έξυπνη, δεν χρειάστηκε ποτέ να χρησιμοποιήσει το μυαλό της, επειδή απλώς δεν είχε κανένα κίνητρο και καμία διάθεση να βρει κάτι που να την ενδιαφέρει. Αργή και υπερβολικά χαλαρή ακόμα και στην ομιλία της, καλόκαρδη, γενναιόδωρη και «εκνευριστικά ήσυχη», όπως την περιγράφουν, έμοιαζε με ένα ωραίο μπιμπελό - παραμένοντας όμως πάντα ένα μπιμπελό.  Μετά τη λήξη της σχέσης της με τον πλαστικό χειρουργό, η 47χρονη σήμερα Αντα δεν έχει δώσει αφορμή για σχόλια γύρω από την προσωπική της ζωή.

Ωστόσο, πριν από δύο χρόνια και ενώ ήδη οι επιχειρήσεις Βωβού είχαν μπει για τα καλά στη δίνη της κρίσης, εμφανίστηκε στο γνωστό κλαμπ «Venue» με εντυπωσιακό γεροδεμένο νεαρό, έναν γυμναστή με τον οποίο διατηρεί σχέση μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Εξάλλου, οι κοσμικές της εμφανίσεις έχουν περιοριστεί δραματικά και ελάχιστοι πια τη βλέπουν να βγαίνει έξω τους τελευταίους μήνες. Μόλις πρόσφατα μάλιστα, όπως δημοσιεύτηκε και στο «ΘΕΜΑ people», η Αντα αποφάσισε να ανοίξει τις ντουλάπες της κάνοντας bazaar με τα μεταχειρισμένα πλην μοναδικά κομμάτια της γκαρνταρόμπας της. Ξέροντας ότι οι αγορές μεταχειρισμένων ρούχων σε περιόδους γενικότερης οικονομικής κρίσης -και, κυρίως, τώρα και προσωπικής- είναι συνήθης επιχειρηματική πρακτική, η Αντα, προφανώς με βαριά καρδιά, αποφάσισε να βγάλει στο σφυρί την πανάκριβη συλλογή της. Το σίγουρο είναι ότι το πάθος της για τη μόδα δεν πρόκειται να σβήσει εύκολα. Ηδη πριν από 20 ημέρες, και ενώ οι δανειακές υποχρεώσεις είχαν σφίξει τη θηλιά γύρω από τον λαιμό του πατέρα της, η Αντα εμφανίστηκε στην Κηφισιά κουβαλώντας βαριές σακούλες από επώνυμες μπουτίκ, ακριβώς όπως έκανε πάντα - και εξακολουθεί να κάνει. Ο κόσμος μπορεί να έχει γίνει μίζερος, όμως στον κόσμο της κόρης του Μπάμπη Βωβού δεν χωρούν μιζέριες. Μόνο καινούρια ρούχα.





Αρης ο πρωταθλητής
Το φθινόπωρο του 2009 η Ελλάδα είχε αρχίσει να επεξεργάζεται την ιδέα ότι πρόκειται να βυθιστεί σε μια κρίση διαρκείας. Ο Αρης Βωβός, όμως, εξακολουθούσε να αρμενίζει σε τελείως διαφορετικά πελάγη. Ηταν η εποχή που παραλάμβανε το ολοκαίνουριο hi-tech πλωτό του ανάκτορο, ένα γιοτ που κατασκευάστηκε στην Ιταλία κατόπιν ειδικής παραγγελίας και κόστισε περί τα 11 εκατ. ευρώ. Πριν περάσει καν ένας χρόνος, η 40μετρη θαλαμηγός «Maria-Pia» θα αναζητούσε νέο ιδιοκτήτη. Ο Αρης όχι μόνο δεν πρόλαβε να απολαύσει όσο ονειρευόταν το σκάφος που έφερε το όνομα της μονάκριβης κόρης του, αλλά αναγκάστηκε να το πουλήσει σε τιμή πολύ κάτω από το ήμισυ του κόστους του. 

Παρόμοια τύχη είχαν και τα αυτοκίνητα που συνέθεταν τον προσωπικό όρχο εξωτικών οχημάτων του: η συλλεκτική Carrera GT, ένα υπεραυτοκίνητο που κατασκεύασε η Porsche σε μόλις 1.270 μονάδες και εκποιήθηκε αντί κάποιων εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ που, σύμφωνα με φήμες, υπερβαίνουν κατά πολύ το μισό εκατομμύριο. Επίσης μία Ferrari F430, η οποία πουλήθηκε και αυτή, αφήνοντας τον Αρη να κυκλοφορεί με την ταπεινή Porsche Cayenne - πάντα ως επιβάτης. Ο σοφέρ ήταν απαραίτητος, καθώς εδώ και πολλά χρόνια ο υιός Βωβός προτιμούσε να αξιοποιεί τον νεκρό χρόνο των μετακινήσεων εργαζόμενος εν κινήσει. Φυσικά, τα αυτοκίνητα δεν ήταν μόνο αντικείμενο συλλογής για τον πρωτότοκο του Μπάμπη Βωβού. Ο Αρης υπήρξε ένας από τους πιο επιτυχημένους οδηγούς ράλι στην ελληνική ιστορία του σπορ, με έξι πανελλήνια πρωταθλήματα και δεκάδες θριάμβους, μεταξύ των οποίων η μοναδική διάκριση της νίκης στο Ράλλυ Ακρόπολις το 1995. Μολονότι τη συγκεκριμένη χρονιά απουσίαζαν τα αστέρια του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος και η τύχη βοήθησε αρκετά τον Αρη, η κατάκτηση του εντός έδρας αγώνα ήταν μια στιγμή μεγάλης εθνικής υπερηφάνειας. «Στα ράλι ο Βωβός οδηγούσε όπως ζούσε: με εκρήξεις», σχολιάζει πολύπειρος παράγοντας των μηχανοκίνητων σπορ και συνεχίζει: «Ωστόσο, ιδιαίτερα στην αρχή της καριέρας του, είχε πολλά ατυχήματα και, βέβαια, όταν κάτι δεν πήγαινε καλά ή δεν κέρδιζε στόλιζε τους συνεργάτες του με τόνους από… γαλλικά». 

Ο Αρης Βωβός μεσουράνησε στα ελληνικά ράλι από το 1994 και εξής, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον «Τζίγγερ» Γιάννη Βαρδινογιάννη. Τα αυτοκίνητα με τα οποία έτρεχε ήταν κατά κανόνα μακράν καλύτερα όλων των υπολοίπων, σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, ώστε αναγκάστηκε να μη χρησιμοποιεί τα τέρατα του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος (WRC) και να επιλέξει ένα όχημα χαμηλότερων προδιαγραφών ώστε να έχει συναγωνισμό. Κανείς δεν πρόκειται να αμφισβητήσει ποτέ ότι ο Αρης ήταν «χεράς», ήταν δηλαδή άξιος, γρήγορος και παράτολμος. 

Εκτός όμως από χέρια και ψυχή, είχε και ένα πρακτικά απεριόριστο πορτοφόλι: η ενοικίαση ενός αυτοκινήτου κορυφαίας κατηγορίας, μαζί με την ομάδα των μηχανικών και οτιδήποτε άλλο απαιτείται για μια αξιοπρεπή παρουσία σε ένα ράλι, ανέρχεται συχνά σε ποσά άνω των 100.000 ευρώ. «Ο Αρης δεν είχε πρόβλημα να δίνει τόσα και περισσότερα για να τρέξει στην Ελλάδα ή το εξωτερικό», σχολιάζει φίλος του Αρη Βωβού: «Τα γκάζια ήταν ένα από τα μεγάλα του πάθη, απ’ όταν ήταν μικρός και τον κυνηγούσε ο κύριος Μπάμπης να μην κάνει ταρζανιές στις πλατείες της Φιλοθέης, να μην τον μαζεύει κάθε τόσο η Αστυνομία κ.λπ. Εξάλλου, τι ήταν 100.000-150.000 ευρώ για κάποιον που μπορεί σε μια βραδιά να ξόδευε 50.000 ευρώ στα μπουζούκια;».


Εκδίκηση και αυτοκαταστροφή
Ισως για τον Αρη Βωβό οι αγώνες ράλι και ο τζόγος να ήταν δύο διαφορετικές εκδοχές της ίδιας εκδικητικής αλλά και αυτοκαταστροφικής μανίας να αντιταχθεί στον δεσποτικό του πατέρα. Διότι εάν ο Μπάμπης Βωβός δεν έκανε τίποτε άλλο από το να διευρύνει την περιουσία του, επιβάλλοντας στα παιδιά του να ακολουθήσουν τον δικό του επιχειρηματικό δρόμο και να τον διαδεχτούν, καταπίεσε την ανεξαρτησία και την ατομική τους βούληση. 

Ετσι, όταν ο Μπάμπης Βωβός είχε ομηρικές διαμάχες με τον Αρη για τις αλόγιστες σπατάλες του, ο Αρης και η Αντα έκαναν το δικό τους «αντάρτικο», ξοδεύοντας σαν να μην υπήρχε αύριο. Η αμφιθυμία απέναντι στον πατέρα- αφέντη ήταν όμως περίπλοκη υπόθεση, καθώς ο Αρης συνέχιζε να ρίχνει κουβάδες χρημάτων στη ρουλέτα και τα ράλι, ενώ ταυτόχρονα είχε όλο και μεγαλύτερη εμπλοκή στις οικογενειακές επιχειρήσεις ως ηγετικό στέλεχος. 

Το βαθύ ψυχολογικό χάσμα ανάμεσα στον πατέρα και τα παιδιά κατάπιε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ. Και ενώ αρκετά από αυτά πήγαν σε κρυφές φιλανθρωπίες ή στο μπασκετικό «θαύμα» του Αμαρουσίου, ο ακήρυχτος πόλεμος ανάμεσα στον αυταρχικό πατέρα Βωβό και τα δύο μεγαλύτερα παιδιά του ήταν ενδεχομένως ένας θανάσιμα επικίνδυνος εσωτερικός εχθρός που υπέσκαψε τα θεμέλια της δυναστείας του.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο σχολιασμός επιτρέπεται μόνο σε εγγεγραμμένους χρήστες

About Me