26/1/15

Το σπίτι της Σοφίας

Το σπίτι της Σοφίας
 
26/01/2015 - Φωτεινή Τέντη


«Σοφία, φτάνει πια το παιχνίδι. Νύχτωσε! Πήγαινε σπίτι σου, θα ανησυχεί η μαμά σου…», φώναξε η γειτόνισσα στο κορίτσι που χοροπηδούσε έξω στο πάρκο.

«Φεύγω» απάντησε η Σοφία, «…αλλά να ξέρετε δεν φοβάμαι το σκοτάδι. Εγώ το σπίτι μου το έχω μαζί μου, όποια ώρα θέλω μπαίνω μέσα και κλειδώνω την πόρτα. Δεν μπορεί κανένας να με πειράξει».
Η γειτόνισσα ψιθύρισε απλώς «περίεργο παιδί που είναι αυτό…» και συνέχισε το δρόμο της.

Ήξερε ότι δεν θα τα έβγαζε πέρα με τη μικρή. Συνήθως, τα λόγια της Σοφίας δεν ταίριαζαν σε μικρό κορίτσι ενώ συχνά ήταν παράξενα κι ακατάληπτα.
Μα η Σοφία δεν πετούσε ποτέ λέξεις στον αέρα, όλες της οι κουβέντες είχαν βάση και λογική.

«Τι είναι αυτά πάλι για το σπίτι, που έχεις μέσα σου;» τη ρώτησε την άλλη μέρα η μητέρα της, που της τα είχαν προλάβει. «…Άρχισες πάλι να τρελαίνεις τον κόσμο;».

«Έλα, βρε μαμά! Σε είχα για πιο έξυπνη. Όλοι μας έχουμε ένα σπίτι μέσα μας. Το κουβαλάμε παντού και όποτε μας αρέσει μπαίνουμε και κρυβόμαστε».

«Και πού είναι αυτό το σπίτι, κυρία μου, κι εγώ δεν το ξέρω; Μου λες;» εκνευρίστηκε η μητέρα της.

«Να, εδώ…» απάντησε η Σοφία και της έδειξε το στήθος της, «…και εδώ…» κι έδειξε το κεφάλι της, «…είναι αυτά που νιώθουμε και αυτά που σκεφτόμαστε. Όταν φοβάμαι, όταν στεναχωριέμαι, όταν βαριέμαι, μπαίνω εκεί μέσα και ψάχνω. Βρίσκω την κούκλα μου που έχω χάσει, τη γεύση του παγωτού φράουλα που λατρεύω, τα βιβλία που έχω διαβάσει και ό,τι άλλο καταφέρνω να ανακαλύψω, αφού έχει και πολλά μέρη μυστικά. 

Κι ακόμη, βλέπω εικόνες από τα παλιά, φτιάχνω καινούριες, τρώω τρία παγωτά φράουλα μαζί κι ας μη με έχεις αφήσει ποτέ να το κάνω, κι άλλα πολλά που δεν θέλω να σου πω!...Πολλές φορές, είσαι κι εσύ εκεί. Κάποιες ξέρω πού θα σε βρω, άλλες σε κλειδώνω σε ένα δωμάτιο για να μπορέσω να φάω όσα παγωτά τραβάει η όρεξή μου, αλλά μερικές εμφανίζεσαι ξαφνικά, ενώ δεν θέλω».

«Μάλιστα...» είπε χαμογελαστά η μητέρα της, «…πολύ ενδιαφέρον!».

Η Σοφία συγχύστηκε με την ελαφριά της ειρωνεία και έφυγε φουρτουνιασμένη.
Έτσι θα έφευγε πάντα όταν βρισκόταν κάποιος να χλευάσει το «σπίτι» της, κάτι που συνεχίστηκε ακόμα και όταν μεγάλωσε. Απλώς, τότε είχε κατάλαβε πια ότι καλό θα ήταν να το προφυλάσσει από τον καθένα και να μιλάει γι’ αυτό μόνο σε όσους δεν θα την κορόιδευαν ή δεν θα ήθελαν να εισβάλουν με το ζόρι.

Όσο όμως και να νόμιζε ότι το προφυλάσσει, με τα χρόνια το οικοδόμημα της Σοφίας άλλαξε και σταμάτησε να είναι τόσο φιλόξενο όσο όταν ήταν παιδί. Όπως των περισσότερων ανθρώπων όταν μεγαλώνουν, μπήκε κόσμος που δεν έπρεπε να μπει, χτίζοντας άναρχα νέα δωμάτια και το «σπίτι» έφτασε να θυμίζει λαβύρινθο. 

Οι διαδρομές της εντός του γινόντουσαν όλο και δυσκολότερες κι εκείνη όλο και ζοριζόταν κι όλο και περισσότερο άγχος είχε, κάθε που έπρεπε να ανοίξει την πόρτα και να μπει.
Προτιμούσε να την κρατάει κλειστή, ανέβαλλε να ανοίξει τα παράθυρα να μπει φως και ένιωθε δυστυχία στη σκέψη αυτών που θα έβρισκε μέσα.

Το «σπίτι» της Σοφίας, αντί για καταφύγιο, κατάντησε εφιάλτης. Κι εκείνη ξεκίνησε να ζει στην αυλή του. «Ίσως γι’ αυτό όλοι μου έλεγαν ότι είμαι περίεργη. Γιατί κι εκείνοι δεν επισκέπτονται ποτέ το εσωτερικό τους σπίτι» σκεφτόταν.

Η κοπέλα έμεινε στην αυλή για καιρό. Κανείς δεν την αποκαλούσε πια παράξενη, ήταν μια κοπέλα σαν όλες τις άλλες. Όμως, αντί να ανθίζει, ξεκίνησε να στραγγίζει και να μαραίνεται, να χάνει λάμψη το βλέμμα της. Ήταν σαν τους υπόλοιπους ανθρώπους, μα αφυδατωμένη, μαραζωμένη και ξεσπιτωμένη. Κι ακόμα χειρότερα, άρχισε να φοβάται πολύ το σκοτάδι.

Πέρασε πολύ καιρό φοβισμένη η Σοφία, μα κάποια μέρα, αγανακτισμένη από τον εαυτό της και τους φόβους της, το πήρε απόφαση: «Καλύτερα να πεθάνω ανοίγοντας παράθυρα να μπει φως και διώχνοντας παρείσακτους, παρά παγωμένη στην αυλή».

Όταν τόλμησε να πάρει το κλειδί και να ξεκλειδώσει τη σκουριασμένη πόρτα, βρέθηκε μπροστά στις αράχνες, τη μούχλα και το δύσοσμο αέρα του εγκαταλελειμμένου κτίσματος.
«Πώς το έκανα αυτό; Πώς άφησα την…ψυχή μου να αραχνιάσει;» σκέφτηκε.

Η Σοφία ξαράχνιασε, σκούπισε, άνοιξε κι αέρισε. Ξεκλείδωσε δωμάτια, άνοιξε παράθυρα, ξεσκόνισε αναμνήσεις, πάλεψε με όσους είχαν τρυπώσει και καταλάβει το χώρο της, γύρισε πέρα-δώθε στους δαιδαλώδεις διαδρόμους και την ξαναβρήκε την ψυχή της.
Μόνο τότε αισθάνθηκε πως ζει και πάλι.

Σήμερα, δεν φοβάται πια το σκοτάδι. Και κάπου εκεί στο εσωτερικό της «σπίτι», συναντάει πολλές φορές τη μάνα της, να της φωνάζει να μη φάει άλλο παγωτό φράουλα.
Νιώθει πολύ όμορφα τότε.
Δεν τρώει τρίτο παγωτό, αλλά δεν τη νοιάζει. Της αρκεί που έχει γυρίσει «σπίτι» της.

Δεν θα το εγκαταλείψει ποτέ ξανά, γιατί το σκοτάδι καραδοκεί να καταπιεί όσους εγκαταλείπουν την…ψυχή τους.

 Φωτεινή Τέντη
Σπούδασα Ψυχολογία, μετά Πληροφορική, κατέληξα να μεταφράζω και να γράφω.
Νομίζω ότι εδώ θ’ αράξω.
Λατρεύω τις δυο μου αγάπες, ξέρουν αυτές ποιες είναι.
Βιβλιοφάγος εκ γενετής, αν στερηθώ το διάβασμα, από αλαφροΐσκιωτη θα γίνω αγγελοκρουσμένη.
Είμαι πάτος σε όλες τις αθλητικές δραστηριότητες, ανίατη περίπτωση, οπότε κάνω πως δεν με πειράζει.
Αγαπώ τους ανθρώπους, πρέπει να λέω και εκατό φορές την ημέρα τη λέξη «ψυχή».

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο σχολιασμός επιτρέπεται μόνο σε εγγεγραμμένους χρήστες

About Me